τρελαμάρα

τρελαμάρα
η
1. το να γίνει ή να είναι κανείς τρελός, η τρέλα.
2. παραλογισμός, τρελή πράξη: Είναι τρελαμάρα να κολυμπάς με πυρετό.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • τρελαμάρα — και παλ. τ. τρελλαμάρα, η, Ν 1. παραφροσύνη, τρέλα 2. απερίσκεπτη πράξη, παραλογισμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρελ(λ)ός + κατάλ. (α)μάρα (πρβλ. σαχλ αμάρα)] …   Dictionary of Greek

  • -αμάρα — Γλωσσ. παραγωγική κατάληξη τής νέας Ελληνικής, με την οποία σχηματίζονται (συνήθως από επίθετα) αφηρημένα θηλυκά ουσιαστικά, που δηλώνουν πάθος, ελάττωμα ή λεκτικό χαρακτηρισμό. Η κατάληξη αυτή αποσπάστηκε αρχικά από μεγεθυντικά ουδέτερα σε αμα:… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”